συλλογιστικός

συλλογιστικός
-ή, -ό / συλλογιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.
γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.)
2. φρ. «συλλογιστικό σχήμα»
(λογ.) τύπος συλλογισμού ο οποίος καθορίζεται από τη φύση τών προτάσεων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους καθώς και από το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. σχήμα συλλογισμού
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η συλλογιστική
(λογ.) α) η συστηματική μελέτη τών συλλογισμών
β) ο αρχαιότερος κλάδος τής τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα τού Αριστοτέλους και ο οποίος επιτρέπει, μέσω τής μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την απόφανση για την παραγωγή ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συλλογιστικοί
οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι.
επίρρ...
συλλογιστικῶς Α
με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συλλογιστικός — inferential masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που αναφέρεται στο συλλογισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογιστικά — συλλογιστικός inferential neut nom/voc/acc pl συλλογιστικά̱ , συλλογιστικός inferential fem nom/voc/acc dual συλλογιστικά̱ , συλλογιστικός inferential fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικώτερον — συλλογιστικός inferential adverbial comp συλλογιστικός inferential masc acc comp sg συλλογιστικός inferential neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικῶν — συλλογιστικός inferential fem gen pl συλλογιστικός inferential masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικόν — συλλογιστικός inferential masc acc sg συλλογιστικός inferential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικαῖς — συλλογιστικός inferential fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικαί — συλλογιστικός inferential fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικοῖς — συλλογιστικός inferential masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιστικοί — συλλογιστικός inferential masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”